ἐπιψηφίσῃ

ἐπιψηφίσῃ
ἐπιψηφίσηι , ἐπιψήφισις
calculation
fem dat sg (epic)
ἐπιψηφίζω
put to the vote
aor subj mid 2nd sg
ἐπιψηφίζω
put to the vote
aor subj act 3rd sg
ἐπιψηφίζω
put to the vote
fut ind mid 2nd sg
ἐπιψηφίζω
put to the vote
aor subj mid 2nd sg
ἐπιψηφίζω
put to the vote
aor subj act 3rd sg
ἐπιψηφίζω
put to the vote
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επιψήφιση — η (AM ἐπιψήφισις) επικύρωση με ψηφοφορία αρχ. ακριβής μέτρηση, υπολογισμός …   Dictionary of Greek

  • επιψήφιση — η η επικύρωση με την ψήφο, υπερψήφιση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επιψηφιστής — ἐπιψηφιστής, ὁ (Α) αυτός που προτείνει κάτι για επιψήφιση …   Dictionary of Greek

  • προβουλεύω — ΝΑ, αιολ. τ. προβολλεύω Α νεοελλ. (η μετχ. παθ. παρακμ.) προβεβουλευμένος, η, ο προσχεδιασμένος, προμελετημένος αρχ. 1. σκέπτομαι ή αποφασίζω κάτι εκ τών προτέρων 2. (στην Αθήνα και για τη βουλή) κρίνω και αποφασίζω προκαταρκτικώς, αποφαίνομαι με …   Dictionary of Greek

  • προβούλευμα — το, ΝΑ [προβουλεύω] (στην αρχ. Αθήνα και στο αττ. δίκ.) προκαταρκτική απόφαση ή διάταξη ή σχέδιο νόμου το οποίο μετά από την επιψήφιση τής εκκλησίας τού δήμου επικυρωνόταν και καθίστατο βούλευμα, απόφαση νεοελλ. (κατά την προϊσχύσασα ποιν. δικ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”